- όσπριο(ν)
- τό1) боб; 2) πλ. бобовые
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
όσπριο — το (ΑΜ ὄσπριον, Α, δ. γρφ., ὄσπρεον) γενική κοινή ονομασία τών ξηρών εδώδιμων καρπών πολλών φυτών τής τάξης χεδρωπά, με μεγάλη θρεπτική αξία, όπως είναι η φακή, τα φασόλια, τα μπιζέλια ο αρακάς, τα ρεβίθια κ.ά. [ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Τόσο η… … Dictionary of Greek
όσπριο — το ξερά σπέρματα φυτών που μαγειρεύονται (φασόλια, ρεβίθια, μπιζέλια, κουκιά κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ισόσπριος — ἰσόσπριος, ον (Α) αυτός που μοιάζει με όσπριο 2. φρ. «ὄνος ἰσόσπριος» ο ίουλος, είδος εντόμου που συσπειρώνεται και γίνεται σαν όσπριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο) * + ὄσπριον] … Dictionary of Greek
οσπριοειδής — ές όμοιος με όσπριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < όσπριο + ειδής*] … Dictionary of Greek
καρπός — I (Βοτ.). Το προϊόν στο οποίο μεταμορφώνεται, μετά τη γονιμοποίηση, η ωοθήκη του άνθους. Το γονιμοποιημένο ωοκύτταρο εξελίσσεται σε έμβρυο, οι σπερματικοί χιτώνες που το περιβάλλουν σχηματίζουν το σπερματικό περίβλημα και ολόκληρη η σπερματική… … Dictionary of Greek
λεγούμι — λεγούμι, τὸ (Μ) όσπριο. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. legume < λατ. legumen < λατ. lego «συλλέγω»] … Dictionary of Greek
λοβός — Σαφώς οροθετημένη υποδιαίρεση ενός οργάνου, για παράδειγμα, του εγκεφάλου, του ήπατος, των πνευμόνων, του θυρεοειδούς, της υπόφυσης κλπ. Τα όρια είναι συνήθως ανατομικές δομές, όπως διαφράγματα, αύλακες ή σχισμές. Επίσης, έτσι ονομάζεται η… … Dictionary of Greek
οσπριοφάγος — ο 1. αυτός που τρώει κυρίως όσπρια 2. αυτός που τού αρέσει να τρώει όσπρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < όσπριο + φαγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον, αόρ. β τού ἐσθίω «τρώγω»), πρβλ. χορτο φάγος. Η λ. μαρτυρείται από το 1845 στον Δ. Γαλανό] … Dictionary of Greek
οσπριώδης — ες (ΑΜ ὀσπριώδης, ῶδες) [όσπριον] όμοιος με όσπριο … Dictionary of Greek
φακή — Ποώδες φυτό της οικογένειας ή υποοικογένειας των ψυχανθών ή παπιλιονιδών (δικοτυλήδονα)· με το ίδιο όνομα αναφέρονται και τα εδώδιμα σπέρματα του φυτού. Η φ. έχει φύλλα φτερωτά αρτιόληκτα, με φυλλάρια ωοειδή προμήκη, μικρά· το επάκριο φυλλάριο… … Dictionary of Greek
φακός — Οπτικό σύστημα από ένα οπτικό ομοιογενές διαφανές μέσο, που καταλήγει σε δυο επιφάνειες (πλευρές)· οι φ. χρησιμοποιούνται μεμονωμένοι (π.χ. μεγεθυντικοί φ.) ή ως μέρη σύνθετων οπτικών συστημάτων με σκοπό να δώσουν στον παρατηρητή μια προσιτή… … Dictionary of Greek